Να οικοδομήσουμε μαζί με τους πολίτες τις νέες προοπτικές για την Ευρώπη: μια ιδρυτική πρωτοβουλία με εμψυχωτές τις περιφέρειες και τους δήμους

 

 

Συνειδητοποίηση της σημασίας που ενέχει η Ευρώπη, δυσαρέσκεια απέναντι στις ευρωπαϊκές πολιτικές, δυσπιστία απέναντι στους εθνικούς και τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς : αυτά τα αμφίσημα συναισθήματα, όπως αντικατοπτρίζονται στις δημοσκοπήσεις, δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, σε τι βαθμό αυτή εξαρτάται από τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών ή των δημοψηφισμάτων που κερδίζουν οι αντίπαλοι της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Δείχνουν όμως και ότι είναι δυνατόν η Ευρώπη να έχει λαμπρό μέλλον, εάν οι λαοί της συνεννοηθούν στη βάση μιας κοινής προοπτικής. Εξήντα έτη μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία αποτέλεσε την πραγματική ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της σημερινής Ένωσης, τόσο ο κόσμος όσο και η ίδια η Ευρώπη έχουν αλλάξει ριζικά. Είναι καιρός να χαράξουμε μαζί με τους πολίτες τις βασικές κατευθύνσεις ενός νέου ευρωπαϊκού σχεδίου.

 

Η ευρωπαϊκή οικοδόμηση σήμερα είναι βασισμένη στην ενοποίηση της αγοράς. Δενήταναυτήόμωςηαρχικήπρόθεση. Δεδομένου ότι το ίδιο το παγκόσμιο εμπόριο ενοποιήθηκε, η Ένωση κατέστη το μαλακό υπογάστριο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η Ένωση κατήργησε τα εσωτερικά εμπόδια στην κυκλοφορία των αγαθών, των προσώπων και των κεφαλαίων, χωρίς όμως να αποκτήσει κοινά μέσα για να διαχειριστεί την ασφάλεια των συνόρων, την άμυνα και τις μεταναστευτικές ροές, για να οικοδομήσει μιαν οικονομική πολιτική, για να ενοποιήσει τη φορολογία, για να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή, για να εμφανίζεται ενωμένη στη διεθνή κονίστρα.

 

Η δυσκολία των εικοσιοκτώ μελών της Ένωσης να συμφωνήσουν σχετικά με την ενδυνάμωση της Ευρώπης και να κρατήσουν σε λειτουργία θεσμικά όργανα που αρχικά συστάθηκαν για τα έξι ιδρυτικά κράτη μέλη αποτελεί την ορατή πηγή αυτής της αδυναμίας, συσκοτίζει όμως τη βαθύτερη αιτία που είναι το γεγονός ότι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς και ακόμη περισσότερο ενός κοινού νομίσματος και της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη δεν αρκούν για να γεννήσουν τη συνείδηση ενός κοινού πεπρωμένου. Ως εκ τούτου, χωρίς μια τέτοια συνείδηση, οποιαδήποτε θυσία υπέρ των άλλων, οποιαδήποτε πρόσθετη αποποίηση κυριαρχίας προσκρούει σε ποικίλες αντιστάσεις.

 

Επομένως, η ουσιώδης προϋπόθεση για τη συνέχιση και την ανανέωση του ευρωπαϊκού σχεδίου είναι να γεννηθεί αυτή η συνείδηση, να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να δώσουν αμοιβαίες εξηγήσεις όσον αφορά τις αξίες, τη θεώρηση του κόσμου τις προτεραιότητες, τους φόβους και τις προσδοκίες τους. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να υπερπηδήσουν τους φόβους, να άρουν τις παρανοήσεις και να επινοήσουν μιαν ιδρυτική διαδικασία.

 

Ναυπερπηδήσουμετουςφόβους. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αποσβολωμένα από την άνοδο των λαϊκισμών και διαπιστώνοντας ότι όλα τα πρόσφατα δημοψηφίσματα απέβησαν εις βάρος της Ευρώπης, φοβούνται να δώσουν τον λόγο στους πολίτες. Έχουν συνηθίσει στην επικοινωνία εκ των άνω προς τα κάτω. Έχουν την τάση να αποδίδουν την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στη διαστρεβλωμένη πληροφόρηση, δηλαδή στο γεγονός ότι οι εθνικές κυβερνήσεις κρατούν για τον εαυτό τους τα εύσημα για τις επιτυχίες και επιρρίπτουν στην Ευρώπη την ευθύνη για τις αποτυχίες. Όντως τα δημοψηφίσματα είναι σήμερα το χειρότερο μέσον για να δώσει κανείς τον λόγο στους πολίτες. Δεν μπορεί κάποιος να απαιτεί απάντηση με ένα ναι ή ένα όχι, και μάλιστα με βάση ανεπαρκή ή εύκολα χειραγωγούμενη πληροφόρηση, σε ένα τόσο ευρύ και πολύπλοκο ερώτημα όπως είναι η από κοινού οικοδόμηση του μέλλοντος. Δεν θα οικοδομήσουμε όμως την Ευρώπη ερήμην των πολιτών της. Πρέπει να αποκτήσουμε τα κατάλληλα μέσα.

 

Ναάρουμετιςπαρανοήσεις. Η προτεραιότητα σήμερα δεν είναι να ανοίξουμε μια συζήτηση μεταξύ των πολιτών σχετικά με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τα οποία αφενός οι πολίτες δεν γνωρίζουν καλά και των οποίων, αφετέρου, η λειτουργία είναι κατ'ανάγκη πολύπλοκη. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες σπαταλήθηκε πολλή ενέργεια σε συζητήσεις για τα θεσμικά όργανα εις βάρος της ουσίας. Μια κοινότητα έχει ανάγκη να διαθέτει τα κατάλληλα θεσμικά όργανα, το κυριότερο όμως είναι αυτή η κοινότητα να υπάρξει στην πραγματικότητα, δηλαδή να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της.

 

Να επινοήσουμε μιαν ιδρυτική διαδικασία. Μια τέτοια διαδικασία χρειάζεται χρόνο για να δημιουργηθεί. Εμείς οι Ευρωπαίοι οφείλουμε να ανατρέψουμε τη ρήση του Βίσμαρκ επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχουν και άλλα μέσα για τη συγκρότηση μιας κοινότητας εκτός από το « σίδερο και το αίμα ». Εφόσον οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι ικανοί να το πράξουν, όπως ήταν ικανοί να μοιραστούν ειρηνικά την εθνική κυριαρχία τους προς όφελος του κοινού καλού, η Ευρώπη θα ανακτήσει τον ηγετικό ρόλο της σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι η ανάγκη να αναδυθεί μια κοινότητα πεπρωμένου σε διεθνή κλίμακα έχει καταστεί επιτακτική.

 

Αυτή η ιδρυτική διαδικασία εδράζεται στα κεκτημένα της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Πέρα από αντιπαράθεση όσον αφορά τον σχεδιασμό της κοινωνίας ή ανταγωνιστικά πολιτικά προγράμματα, η δημοκρατία αποτελεί δεοντολογία και μέθοδο : παρέχει τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες και τους τομείς της κοινωνίας να συζητήσουν με πλήρη διαφάνεια τις κοινές προκλήσεις και τον τρόπο που θα τις αντιμετωπίσουν από κοινού. Η διαβουλευτική δημοκρατία είναι η μέθοδος με την οποία « απλοί » πολίτες, οι οποίοι κληρώνονται τυχαία και αντανακλούν την ποικιλομορφία της κοινωνίας, διαμορφώνουν άποψη σχετικά με πολύπλοκα θέματα και, κατόπιν διαβουλεύσεως, εκδίδουν κοινές πεποιθήσεις και προοπτικές.

 

Ηπείραέχειδείξειότιαυτόείναιδυνατόν, ότιλειτουργείκαιότι, σύμφωναμετημεθοδολογικήαισιοδοξίαπουαποτελείτοθεμέλιοτηςδημοκρατίας, ταπερίπλοκαζητήματατουκαιρούμαςδενείναιαποκλειστικήαρμοδιότητατωνειδικών. Εντούτοις, υφίστανται οι ακόλουθες έξι προϋποθέσεις : α) τα θεσμικά όργανα και οι πολιτικοί ιθύνοντες οφείλουν να δεσμευθούν ότι θα λάβουν υπόψη τους τις προτάσεις των πολιτών, β) ότι ο τρόπος επιλογής των συμμετεχόντων δεν θα χωρεί αμφισβήτηση, γ) ότι τα ζητήματα που θα θιγούν θα είναι όσο το δυνατόν ευρύτερα, δ) ότι η διαδικασία θα έχει την απαραίτητη διάρκεια ούτως ώστε οι πολίτες να έχουν τον χρόνο να κατανοήσουν τα ζητήματα και να διαμορφώσουν κοινή άποψη, ε) ότι θα διατεθούν σημαντικά χρηματοδοτικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για τη διαδικασία αυτή  οπωσδήποτε σε ευρωπαϊκή κλίμακα και με σεβασμό της γλωσσικής ποικιλομορφίας, και στ) ότι θα χρησιμοποιηθούν αυστηρές μέθοδοι για την διαμόρφωση της τελικής σύνθεσης.

 

Προτείνουμε μια διαδικασία σε δύο φάσεις: η πρώτη σε επίπεδο δήμων ή περιφερειών και η δεύτερη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Κατά την πρώτη φάση, διοργανώνονται από δήμους ή περιφέρειες σε εθελοντική βάση ομάδες πολιτών μετά από κλήρωση, οι οποίες θα αντανακλούν την ποικιλομορφία της κοινωνίας: στόχος είναι η απομάκρυνση από την ιδέα των « εθνικών συμφερόντων », αφενός γιατί στην κλίμακα του δήμου ή της περιφέρειας οι συναλλαγές είναι πολύ πιο συγκεκριμένες και αφετέρου γιατί έτσι θα δοθεί νέα πνοή στις αδελφοποιήσεις μεταξύ ευρωπαϊκών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι εργασίες αυτών των ομάδων θα διαρκέσουν έξι μήνες και οι συμμετέχοντες θα έχουν στη διάθεσή τους μια στέρεη βάση πληροφοριών και τις αναγκαίες γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων.

 

Κατά τη δεύτερη φάση, θα συνέλθει μια ευρωπαϊκή Συνέλευση πολιτών, κατά την οποία θα συναντηθούν για σημαντικό χρονικό διάστημα που θα κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως έναν μήνα, χίλιοι πολίτες που θα αντιπροσωπεύουν τις τοπικές ομάδες με σκοπό να μοιραστούν από κοινού τους προβληματισμούς και τις προτάσεις, σύμφωνα με αυστηρά πρωτόκολλα εργασίας που θα διασφαλίζουν την ανίχνευση της συμβολής του καθενός στα κοινά συμπεράσματα.

 

Μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, το διαδίκτυο και τα μέσα ενημέρωσης θα τίθενται στη διάθεση και του κοινωνικού συνόλου οι πληροφορίες και οι γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων που θα έχουν στη διάθεσή τους οι ομάδες πολιτών, ούτως ώστε να πολλαπλασιαστούν οι συζητήσεις, να αναπαραχθούν οι ίδιες ομάδες στα σχολεία και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και το μέλλον της Ευρώπης να καταστεί το αντικείμενο μιας γενικευμένης κινητοποίησης ολόκληρης της κοινωνίας.

 

Αυτή η ιδρυτική διαδικασία, η οποία θα ξεκινήσει από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, χρειάζεται τη ρητή υποστήριξη των ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι αφενός θα παράσχουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό και την υλικοτεχνική υποδομή και αφετέρου θα προωθήσουν προς συζήτηση τα συμπεράσματα σε όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Αυτά τα συμπεράσματα θα πρέπει να είναι έτοιμα εγκαίρως, ώστε να τροφοδοτήσουν τη συζήτηση ενόψει των προσεχών εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

 ---

Here you can upload the text